Οι ρινοϊοί αποτελούν το συχνότερο αίτιο κοινού κρυολογήματος, προκαλώντας κατά κανόνα σχετικά ήπια και αυτοπεριοριζόμενη νόσο. Παράλληλα όμως είναι υπεύθυνοι για λοιμώξεις κατώτερου αναπνευστικού και ασθματικές εξάρσεις.
Μέχρι σήμερα έχουν αναγνωρισθεί περισσότεροι από 100 διαφορετικοί ορότυποι. Τα παιδιά αποτελούν την κυρία δεξαμενή μεταφοράς, με 8 έως 12 επεισόδια λοίμωξης ανά έτος, και έτσι δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι οι λοιμώξεις από ρινοϊούς παρουσιάζουν επιδημική έξαρση ήδη από την έναρξη της σχολικής περιόδου και κατά τους πρώτους φθινοπωρινούς μήνες.
Η λοίμωξη κατά κανόνα προκύπτει από τον ενοφθαλμισμό του ιού στο βλεννογόνο της μύτης ή των ματιών κάτι που δικαιολογεί την ευρεία διάδοση, παρά τη χρήση μάσκας, και κατά τη φετινή σχολική περίοδο.
Οι ρινοϊοί παρουσιάζουν μεγαλύτερη μεταδοτικότητα κατά τα 5 πρώτα εικοσιτετράωρα της λοίμωξης, παραμένουν στις ρινικές εκκρίσεις για 5-7 ημέρες, ενώ η παρουσία τους στο ρινοφάρυγγα είναι δυνατόν να επιμείνει μέχρι και 3 εβδομάδες.
Η λοίμωξη συχνά είναι ασυμπτωματική, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες. Όταν εμφανίζεται συμπτωματολογία περιλαμβάνει συνάχι, βήχα, πονόλαιμο και πυρετό κατά την έναρξη της λοίμωξης, ιδιαίτερα σε παιδιατρικούς ασθενείς. Η λοίμωξη στα παιδιά συνήθως διαρκεί περισσότερο από 10 ημέρες. Σε ασθενείς με ασθματική προδιάθεση οι λοιμώξεις από ρινοϊούς αποτελούν το κύριο αίτιο για ασθματικές εξάρσεις.
Η αντιμετώπιση της λοίμωξης από ρινοϊούς είναι συμπτωματική. Η πρόληψη βασίζεται στην τήρηση των βασικών κανόνων ατομικής υγιεινής και την αποφυγή επαφής των χεριών με τη μύτη και τα μάτια. Δεν έχει μέχρι σήμερα αναπτυχθεί αποτελεσματικό εμβόλιο.