Στην πράξη δεν αρρωσταίνουμε άμεσα μετά την επαφή και είσοδο ενός λοιμογόνου παράγοντα στο σώμα μας. Για να εμφανίσουμε συμπτώματα είναι απαραίτητο ο μικροοργανισμός όχι μόνο να εισέλθει στον οργανισμό μας αλλά και να πολλαπλασιασθεί και μάλιστα να επιτύχει έναν ελάχιστο και απαραίτητο αριθμό αντιγράφων του ώστε να είναι ικανός να προκαλέσει νόσηση.
Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή της εισόδου στον οργανισμό ενός λοιμογόνου παράγοντα και μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων της νόσου ονομάζεται χρόνος επώασης.
Ο χρόνος επώασης δεν εκφράζεται από ένα μόνο αριθμό αλλά πρόκειται για χρονικό φάσμα στο οποίο έχει παρατηρηθεί η εμφάνιση της νόσου από την πρώτη επαφή του ασθενούς με γνωστό πάσχοντα. Ο ακριβής χρόνος επώασης εξαρτάται από τον ίδιο το μικροοργανισμό και το ρυθμό πολλαπλασιασμού του, το αρχικό φορτίο (τον αριθμό δηλαδή των μικροοργανισμών που εισήλθαν στο σώμα του ασθενούς, την οδό μέσω της οποίας έγινε η μετάδοση, την ανοσολογική αντίδραση του ασθενούς στο συγκεκριμένο μικροοργανισμό.
Ο χρόνος επώασης δυνατό να κυμαίνεται από ώρες μέχρι και μήνες. Για παράδειγμα για την ιλαρά είναι 7-14 ημέρες, την ανεμευλογιά 10-21 ημέρες, τη φυματίωση 2-12 εβδομάδες.
Για την COVID-19 ο χρόνος επώασης είναι κατά μέσο όρο 5-6 ημέρες ενώ δυνητικά εκτείνεται από 3 και μέχρι και 14 ημέρες (το χρονικό διάστημα για το οποίο έχει χρονοθετηθεί η καραντίνα ατόμου που έχει έρθει σε δυνητικά λοιμογόνο επαφή με γνωστό κρούσμα).
Δυστυχώς κατά τη διάρκεια του χρόνου επώασης ο ασθενής είναι δυνατό να μεταδίδει τη νόσο. Το αν αυτό συμβαίνει ή όχι εξαρτάται από τον ίδιο τον παθογόνο παράγοντα και χαρακτηρίζεται ως περίοδος μεταδοτικότητας.
Στην περίπτωση της COVID-19 η περίοδος αυτή εκτείνεται από 2 μέρες πριν από την εκδήλωση των συμπτωμάτων της νόσου και μέχρι και 10 ημέρες από την εμφάνισή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις η περίοδος μεταδοτικότητας είναι δυνατό να επεκτείνεται χρονικά όπως για παράδειγμα σε ανοσοκατασταλμένους, αλλά και σε ασθενείς με έντονη συμπτωματολογία.