Η διαταραχή αυτιστικού φάσματος αποτελεί νευροαναπτυξιακή απόκλιση της συμπριφοράς με βιολογική βάση. Χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην επικοινωνία, την κοινωνική αλληλεπίδραση και περιορισμένες, επαναληπτικές συμπεριφορές και ενδιαφέροντα.
Πρόκειται για χρόνια κατάσταση που απαιτεί οργανωμένη προσέγγιση, προσαρμοσμένη στο συγκεκριμένο ασθενή ανάλογα με την ηλικία και τις προσωπικές του ανάγκες και δυνατότητες.
Η διαταραχή δεν είναι σπάνια. Ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία και τον πληθυσμό κυμαίνεται από 1:40 έως 1:500.
Φαίνεται ο αριθμός των διαγνώσεων να έχει αυξηθεί σημαντικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως αποτέλεσμα στις μεταβολές του καθορισμού της διάγνωσης αλλά και τη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση στην αναγνώριση των πασχόντων.
Η αιτιοπαθογένεια της διαταραχής αυτιστικού φάσματος δεν είναι πλήρως κατανοητή. Η γενική αντίληψη είναι ότι οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες που επιδρούν στην ανάπτυξη του εγκεφάλου οδηγώντας σε τροποποίηση της νευροσυμπεριφορικής εικόνας.
Η διάγνωση της διαταραχής ξεκινά από την έγκαιρη ανίχνευσή της με παρατήρηση της συμπεριφοράς και τη χρήση συγκεκριμένων διαγνωστικών τεστ.
Στο ιατρείο μας έχουμε εντάξει το ερωτηματολόγιο MCHAT με στόχο την έγκαιρη ανίχνευση αναπτυξιακών διαταραχών του φάσματος.
Τα επιδημιολογικά δεδομένα στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν υποστηρίζουν οποιαδήποτε συσχέτιση μεταξύ εμβολιασμού και διαταραχής αυτιστικού φάσματος.
Η αντιμετώπιση εστιάζει σε συμπεριφορικές και εκπαιδευτικές παρεμβάσεις ενώ φαρμακευτική αγωγή είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση τυχόν συνυπάρχουσας ιατρικής ή ψυχιατρικής παθολογίας.
Ο στόχος της θεραπείας είναι η μεγιστοποίηση της λειτουργικότητας, η πορεία προς την ανεξαρτητοποίηση και η βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία για την αντιμετώπιση της διαταραχής, η πρώιμη παρέμβαση έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα.