Το πρόγραμμα παιδικής μετανάστευσης της Μεγάλης Βρετανίας εφαρμόστηκε από τη δεκαετία του 1920 και μέχρι και το 1967 και σύμφωνα με αυτό περισσότερα από 130.000 παιδιά ηλικίας 3 έως 14 ετών μετανάστευσαν στις βρετανικές αποικίες κυρίως στην Αυστραλία και τον Καναδά. Στόχος του προγράμματος η αποσυμφόρηση των κοινωνικών δομών της Μεγάλης Βρετανίας και η πληθυσμιακή ενίσχυση των αποικιών.
Οι μικροί μετανάστες προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και δέχονταν ήδη υποστήριξη μέσω κοινωνικών δομών. Φιλανθρωπικές οργανώσεις καθώς και η καθολική αλλά και η αγγλικανική εκκλησία συμμετείχαν στην οργάνωση της μεταναστευτικής αυτής κίνησης.
Αν και τα παιδιά χαρακτηρίζονταν ως ορφανά, σημαντικός αριθμός από αυτά προέρχονταν από φτωχές ή μονογονεϊκές οικογένειες και οι γονείς δέχονταν πίεση για να αφήσουν τα παιδιά για οικονομικούς λόγους ή για να αποφύγουν το κοινωνικό στίγμα. Οι γονείς λάμβαναν διαβεβαιώσεις και πίστευαν ότι τα παιδιά τους θα είχαν την ευκαιρία σε ένα καλύτερο μέλλον και δέχονταν την απομάκρυνσή τους χωρίς να γνωρίζουν που τελικά θα κατέληγαν.
Στην πραγματικότητα μεγάλος αριθμός των παιδιών αυτών οδηγούνταν σε απομονωμένες αγροτικές φάρμες, δημόσια ή εκκλησιαστικά ορφανοτροφεία. Συχνά τα αδέλφια χωρίζονταν μεταξύ τους και τα παιδιά αναγκάζονταν να δουλεύουν ως εργάτες σε άθλιες συνθήκες, δέχονταν σωματική και σε ορισμένες περιπτώσεις και σεξουαλική κακοποίηση.
Το 1956, Βρετανοί κρατικοί υπάλληλοι μετά από επίσκεψη στην Αυστραλία και επιθεώρηση των δομών φιλοξενίας των μικρών μεταναστών εξέδωσαν αναφορά που σημείωνε προβληματισμό για τις συνθήκες διαβίωσης και τη λειτουργία τους, που όμως δεν έλαβε περαιτέρω έκταση.
Το 2009 η κυβέρνηση της Αυστραλίας εξέδωσε επίσημη απολογία για τη διαχείριση των παιδιών μεταναστών. Το 2010 ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Gordon Brown παράλληλα με δήλωση επίσημης απολογίας ανακοίνωσε την έναρξη ενός κρατικού προγράμματος επανασύνδεσης των μεταναστών με τις οικογένειές τους στη Μεγάλη Βρετανία.