Πίσω στον Οκτώβριο του 1957 ένα νέο φάρμακο κάνει την εμφάνιση του στην αγορά. Η δυτικογερμανική εταιρεία Chemie Grünenthal παρουσιάζει το πολλά υποσχόμενο ιδιοσκεύασμα Contergan, διαφημίζοντάς το ως “θαυματουργό” για την αντιμετώπιση του βήχα, του κοινού κρυολογήματος, των πονοκεφάλων και κυρίως της πρωινής ναυτίας της εγκυμοσύνης. Η φαρμακευτική ουσία θαλιδομίδη που περιέχεται σε αυτό έχει ήδη ελεγχθεί σε ζώα και έχει κριθεί ασφαλής με αποτέλεσμα την αδειοδότητησή της για πώληση χωρίς να είναι απαραίτητη η ιατρική συνταγή. Σύντομα 14 φαρμακευτικές εταιρείες εμπορεύονται τη θαλιδομίδη, σε 46 χώρες και με περισσότερες από 37 διαφορετικές εμπορικές ονομασίες.
Το 1961 με επιστολή του στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet” ο Αυστραλός μαιευτήρας William McBride διατυπώνει δημόσια τον προβληματισμό του για την διαπίστωση αύξησης της εμφάνισης συγγενών ανωμαλιων σε νεογνά των οποίων η μητέρα λάμβανε αγωγή με θαλιδομίδη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Συγκεκριμένα στην επιστολή αναφέρει την παρατήρηση εμφάνισης σοβαρών ανωμαλιών ιδιαίτερα του μυοσκελετικού συστήματος με συνέπεια την ατελή ανάπτυξη των μακρών οστών αλλά και άλλων συστημάτων σε ποσοστό 20% των αντίστοιχων τοκετών. Αν και το φάρμακο αποσύρθηκε από την Chemie Grünenthal στις 26 Νοεμβρίου του 1961, η κυκλοφορία του υπό πολλές διαφορετικές ονομασίες κατέστησε δυσχερή την αποτελεσματική και έγκαιρη ενημέρωση του κοινού για τη διακοπή της χρήσης και την απομάκρυνσή του από το φαρμακείο του σπιτιού.
Υπολογίζεται ότι 10.000 εώς 20.000 παιδιά, σε παγκόσμιο επίπεδο, επηρεάστηκαν από τη δράση της θαλιδομίδης. Περίπου τα μισά από αυτά έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της ζωής, ενώ τα υπόλοιπα και οι οικογένειες τους υπέστησαν τις μακροχρόνιες συνέπειες των συγγενών τους διαταραχών. Η θαλιδομίδη έχει πλέον αναγνωριστεί ως τερατογόνο, όταν χορηγείται σε εγκύους συγκεκριμένα στο χρονικό πλαίσιο μεταξύ 20 και 37 ημερών από τη σύλληψη. Βρέθηκε να προκαλεί σοβαρή εγκεφαλική βλάβη, διαταραχές των οφθαλμών, του προσώπου, των άνω και κάτω άκρων (φωκομελία).
Στη δεκαετία του 1950 οι επιστήμονες δεν αναγνώριζαν την πιθανότητα μια φαρμακευτική ουσία να διαπεράσει το φραγμό του πλακούντα και να προκαλέσει εμβρυϊκή βλάβη. Συγκεκριμένα στην περίπτωση της θαλιδομίδης δεν υπήρξε κανένας έλεγχος της δράσης της ουσίας σε εγκύους. Συνολικά χρειάστηκαν πέντε χρόνια για τη σύνδεση της ενδομήτριας έκθεσης στη θαλιδομίδης και την ακόλουθη εκδήλωση συγγενών διαταραχών.
Η τραγική ιστορία των παιδιών της θαλιδομίδης ανάγκασε την αυστηροποίηση των διαδικασιών φαρμακευτικής αδειοδότησης αλλά και έθεσε τις βάσεις για τη σύγχρονη φαρμακοεπαγρύπνηση. Πλέον οι δοκιμές σε πειραματόζωα δεν επαρκούν για διάθεση φαρμακευτικών ουσιών στο γενικό πληθυσμό και είναι απαραίτητη η απόδειξη της ασφάλειας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για τη διάθεση φαρμακευτικής ουσίας σε εγκύους. Η συμπλήρωση της “κίτρινης κάρτας” για τη δήλωση από τους ιατρούς πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών κατά τη χρήση φαρμάκων που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί αποτελεί σημαντική πρόσθετη δικλείδα ασφαλείας.
Παρά τις μελανές της σελίδες, η ιστορία της θαλιδομίδης δεν έχει φθάσει στο τέλος της. Έχει βρεθεί αποτελεσματική στην αντιμετώπιση της λέπρας, σε κατάστασεις σχετικές με το σύνδρομο ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας, αλλά και ως αντικαρκινική θεραπεία για την καταπολέμηση ανάμεσα σε άλλα του πολλαπλού μυελώματος. Παράλληλα σε μια ειρωνική ανατροπή ο William McBride, ο άνθρωπος που αναγνώρισε και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιδράσεις της θαμιλομίδης, βρέθηκε ένοχος και αποπέμφθηκε από το ιατρικό σώμα το 1993, κατηγορούμενος για χειραγώγηση αποτελεσμάτων σε μελέτη που υποστήριζε ψευδώς ότι το Debendox, ένα άλλο φάρμακο, ήταν επίσης υπεύθυνο για συγγενείς ανωμαλίες.
Το σκάνδαλο της θαλιδομίδης ήρθε να ανακόψει την έκρηξη της ιατροφαρμακευτικής καινοτομίας της δεκαετίας του ‘50. Έθεσε με σκληρό τρόπο όρια στην εφαρμογή της ιατρικής επιστήμης. Την ανάγκασε να μετριάσει το βήμα της και ταυτόχρονα να επαναπροσδιορίσει την εξέλιξή της με βάση τις ιπποκρατικές αρχές ηθικής και δεοντολογίας.