Η επίπτωση και η βαρύτητα του άσθματος στην παιδική ηλικία παρουσιάζει σημαντική αύξηση που συμβαδίζει με την έξαρση της αστικοποίησης κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Σύμφωνα με δεδομένα από τις ΗΠΑ, τα παιδιά που διαμένουν σε κακές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στα αστικά κέντρα παρουσιάζουν τα υψηλότερα επίπεδα διάγνωσης άσθματος. Η διαπίστωση έχει διατυπωθεί από αριθμό ιατρικών μελετών κατά το παρελθόν.
Πρόσφατη μελέτη δημοσιευμένη στο «The Lancet» (Associations between outdoor air pollutants and non-viral asthma exacerbations and airway inflammatory responses in children and adolescents living in urban areas in the USA: a retrospective secondary analysis), διαπιστώνει πλέον συσχετίσεις ανάμεσα στην ατμοσφαιρική ρύπανση του αστικού περιβάλλοντος και συγκεκριμένες φλεγμονώδεις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στους αεραγωγούς των παιδιών που πάσχουν από άσθμα.
Τα δεδομένα έδειξαν σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στην επηρεασμένη αναπνευστική λειτουργία και τις εξάρσεις άσθματος (σε απουσία ταυτόχρονης λοίμωξης αναπνευστικού) με τα αυξημένα επίπεδα ρύπων του αστικού περιβάλλοντος (μετρήσεις που αφορούν σε PM2.5 και O3).
Η συγκεκριμένη μελέτη θέτει την ατμοσφαιρική ρύπανση ως σημαντικό ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθματικών εξάρσεων σε παιδιά που διαμένουν σε αστικό περιβάλλον και διαπιστώνει την ανάπτυξη συγκεκριμένων φλεγμονώδων αντιδράςεων στους αεραγωγούς.
Τα παραπάνω αποτελέσματα καθοδηγούν σε τροποποίηση των στρατηγικών αντιμετώπισης για την πρόληψη και αποδοτικότερη θεραπεία του άσθματος της παιδικής ηλικίας.
Μελλοντικές προσεγγίσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την παρακολούθηση της ποιότητας αέρα του περιβάλλοντος του ασθενούς, τη χρήση κατάλληλων ατμοσφαιρικών φίλτρων σε περιόδους αυξημένων επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης αλλά και τη στοχευμένη φαρμακευτική θεραπευτική προσέγγιση στην ανακοπή της διαπιστωμένης φλεγμονώδους διέγερσης της αναπνευστικής οδού.