Ένα εισαγόμενο κρούσμα ιλαράς στην Κρήτη έθεσε τις προηγούμενες ημέρες σε εγρήγορση τους μηχανισμούς το ΕΟΔΥ για την αποτροπή νέας επιδημίας στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περισσότερα από 30.000 κρούσματα ιλαράς έχουν διαγνωσθεί στην Ευρώπη μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 2023 που αντιστοιχούν σε 30 φορές μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων σε σύγκριση με ολόκληρο το 2022. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης των διαγνώσεων είναι επιταχυνόμενος, ενώ μετράμε ήδη περισσότερες από 21000 νοσηλείες αλλά και 5 θανάτους σχετιζόμενους με τη νόσο.
Η πτώση της εμβολιαστικής κάλυψης αποτελεί, σύμφωνα με τους ερευνητές, το μηχανισμό πυροδότησης της επιδημίας ιλαράς. Για παράδειγμα στην Αγγλία, που μετρά ήδη περισσότερα από 300 κρούσματα από τον Οκτώβριο του 2023, το ποσοστό πλήρως εμβολιασμένων παιδιών βρίσκεται στο 85%, ποσοστό που βρίσκεται πολύ κάτω του απαιτούμενου 95% για τη διατήρηση της ανόσιας αγέλης απέναντι στην ιλαρά.
Σημειώνεται ότι η εμβολιαστική κάλυψη του συνόλου του πληθυσμού στην Ελλάδα, υπολογίζεται σε 83% και τα ποσοστά είναι ακόμη πιο αποθαρρυντικά σε συγκεκριμένες κατηγορίες πληθυσμού όμως (Ρομά, πρόσφυγες, μετανάστες).
Για να θεωρηθεί ένα άτομο πλήρως ανοσοποιημένο θα πρέπει, εφόσον έχει γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχει ιστορικό νόσησης από ιλαρά, να έχει λάβει δυο δόσεις του εμβολίου, με την πρώτη να έχει διενεργηθεί μετά την ηλικία των 12 μηνών.
Σύμφωνα με το σε ισχύ εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών η πρώτη δόση του εμβολίου διενεργείται μετά τη συμπλήρωση του πρώτου έτους ζωής (12-15 μηνών) ενώ η δεύτερη στο ηλικιακό πλαίσιο 24-36 μηνών.
Η ιλαρά αποτελεί εξαιρετικά μεταδοτικό λοιμώδες ιογενές νόσημα. Ο ιός μπορεί να παραμένει στον αέρα του περιβάλλοντος μέχρι και 2 ώρες. Μετά έκθεση στον ιό, αναμένεται να νοσήσουν το 90% των επίνοσων ατόμων. Η είσοδος του ιού στον οργανισμό γίνεται από τους βλεννογόνους της μύτης ή των ματιών. Ο ιός επωάζεται για 6-21 ημέρες ενώ η εκδήλωση της νόσου χαρακτηρίζεται από πυρετό, κακουχία, βήχα, ρινίτιδα και επιπεφυκίτιδα που ακολουθούνται από έκθυση εξανθήματος. Η περίοδος μεταδοτικότητας ξεκινά 5 ημέρες προ της εμφάνισης του εξανθηματος και συνεχίζεται μέχρι και 4 ημέρες μετά από αυτή.
Στο πρόδρομο στάδιο της ιλαράς, το οποίο κατά κανόνα διαρκεί 2-4 ημέρες, εμφανίζονται συμπτώματα που τυπικά περιλαμβάνουν πυρετό, κακουχία, ανορεξία και ακολουθούνται από επιπεφυκίτιδα, ρινίτιδα και βήχα.
Δυο ημέρες πριν την εμφάνιση του εξανθηματος, στο εσωτερικό του στόματος εμφανίζονται χαρακτηριστικές αλλοιώσεις (κηλίδες Koplik) που παραμένουν για 12-72 ώρες. Το εξάνθημα εμφανίζεται 2-4 ημέρες από την έναρξη του πυρετού. Η έκθυση ξεκινά από το πρόσωπο και επεκτείνεται σε όλο το σώμα, ενώ έχει διαπιστωθεί ότι η έντασή του είναι ανάλογη όσον αφορά στα παιδιά με τη βαρύτητα της νόσου.
Κατά κανόνα κλινική βελτίωση εμφανίζεται εντός 48 ωρών από την εμφάνιση του εξανθήματος, το οποίο παραμένει για 6-7 ημέρες και υποχωρεί σταδιακά. Αν και ο βήχας μπορεί να επιμείνει για 1-2 εβδομάδες, εμφάνιση πυρετού μετά την τέταρτη ημέρα από την εμφάνιση του εξανθήματος είναι ενδεικτική επιπλοκής. Η ιλαρά μπορεί να οδηγήσει σε παρατεινόμενη ανοσοκαταστολή. Τα προσβεβλημένα άτομα, μετά την ανάρρωση, αποκτούν κατά πλειοψηφία ισόβια ανοσία.
Περίπου το 30% των νοσούντων αναμένεται να παρουσιάσει κάποια επιπλοκή. Οι περισσότεροι θάνατοι από ιλαρά οφείλονται σε επιπλοκές από το αναπνευστικό σύστημα ή εγκεφαλίτιδα. Συχνές είναι οι επιπλοκές που οφείλονται σε δευτερογενείς λοιμώξεις λόγω της αναπτυσσόμενης ανοσοκαταστολής.
Η εγκεφαλίτιδα από ιλαρά αφορά σε 1 ανά 1000 κρούσματα. Αναπτύσσεται τυπικά την πέμπτη ημέρα από την εμφάνιση του εξανθήματος με συμπτώματα όπως πυρετος, πονοκέφαλος, αυχενική δυσκαμψία, υπνηλία, σπασμοί, κώμα. Η θνητότητα υπολογίζεται στο 15% των περιπτώσεων εγκεφαλίτιδας ενώ το 1/4 των ασθενών θα παρουσιάσουν μόνιμες νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Ανάμεσα σε άλλες νευρολογικές επιπλοκές της ιλαράς, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα. Επιπλοκή που αναπτύσσεται σπάνια 7-10 χρόνια μετά από φυσική νόσηση. Πρόκειται για εκδήλωση νευρολογικών συμπτωμάτων, με προοδευτική έκπτωση των εγκεφαλικών λειτουργιών, και οδηγεί σταδιακά σε θάνατο.
Η επιβεβαίωση διάγνωσης της νόσου γίνεται εργαστηριακά σε ασθενείς με υπόνοια ιλαράς λόγω συμβατής κλινικής συμπτωματολογίας.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ιλαράς είναι κατά κύριο λόγο υποστηρικτική και περιλαμβάνει χορήγηση υγρών, αντιπυρετικών, ενώ αντιβιοτική αγωγή αφορά στην αντιμετώπιση μικροβιακών επιλοιμώξεων.
Η παρατήρηση ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης Α συμβάλλουν σε καθυστέρηση κλινικής αποκατάστασης και αυξημένες πιθανότητες επιπλοκών έχει οδηγήσει σε σύσταση για συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης A.
Όσον αφορά σε αιτιολογική θεραπεία, ειδικοί συστήνουν τη χρήση ριμπαβιρίνης (αντιϊικός παράγοντας), σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών. Πειραματικές αντιϊκές θεραπείες έχουν επιπλέον προταθεί.
Η πρόληψη της μετάδοσης της ιλαράς αποτελεί το βασικό στόχο για την αποτροπή επιδημιών. Επικεντρώνεται στη διατήρηση ικανού ποσοστού πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού (>95%) ώστε να διατηρείται η ανοσία αγέλης, στην έγκαιρη διάγνωση και απομόνωση των πασχόντων, στο σταθερό αερισμό των κλειστών χώρων και την εφαρμογή των βασικών κανόνων ατομικής προστασίας.